Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μιαν κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Παππάς της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Πολάκης λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Ναύαρχος τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Βασιλειάδης πίττες ζυμώνει.
Απ’ το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα.
– Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.
Σαρακιώτη αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι
σωρός να πέσει, να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Σπίρτζης, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Ακρίτα, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Κεχαγιά, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;
Κουφός ο Κοτζιάς, το κατάστρωμα σαρώνει.
– Μ΄ ένα ξυστρί καθάρισέ με από απ’ τη μοράβια.
Μα είν’ ένα κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
– Γιε μου, πού πας; – Μάνα, θα πάω με τα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι –
Ο πιο στερνός μ’ έναν αυλό με νανουρίζει.
Ο Τιτανομέγιστος Καζαμίας «Το Κουάρκ» Κουλουριού και Κουραφέλκυθρου κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από την Jemma Press.
Απόψεις
Ε δεν γίνεται τώρα να γκρινιάζουμε εμείς, μην είμαστε αχάριστοι. Τι να πουν δηλαδή κι αυτοί οι άνθρωποι. Σας προτείνω να κάνετε κι εσείς ταξίδια σε αντίστοιχες χώρες, για να εκτιμήσετε αυτά που έχετε. Και τότε συμπολίτες μου, τα ξαναλέμε.